φοιτητόκοσμος

φοιτητόκοσμος
ο, Ν
φοιτηταρειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτητής + κόσμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φοιτητόκοσμος — ο το σύνολο των φοιτητών, ο φοιτητικός κόσμος, το φοιτηταριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • φοιτηταρειό — το, Ν το σύνολο τών φοιτητών, φοιτητόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτητής + κατάλ. αρειό (πρβλ. παπαδ αρειό)] …   Dictionary of Greek

  • φοιτηταριό — το ο φοιτητόκοσμος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”